- κεΐβη
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βομβακίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ceiba < λατ. ceiba < ισπ. ceiba πιθ. αρακουακικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεΐβη ή εριόδενδρο — Δέντρο της οικογένειας των βομβακιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές των τροπικών χωρών της Νότιας Αμερικής, που φθάνει σε ύψος τα 20 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι κ. η κασεάρεια ή εριόδενδρο το ανφρακτουόζο. Έχει φύλλα παλαμοειδή και μεγάλα… … Dictionary of Greek
τζίβα — η, Ν 1. τεχνολ. φυτική ίνα που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού τροπικού δένδρου κεΐβη, αλλ. καπόκ 2. η ζίβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ceiba < ισπ. ceiba) … Dictionary of Greek